- ίδεδρος
- ἴδεδρος, -ον (Α)(για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ- τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + -έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ-εδρος, πρό-εδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἴδεδροι — ἴδεδρος in D. masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)